Βρυκόλακες του Ίψεν – Σχεδιαστικές και κειμενικές σημειώσεις από την επίσκεψη σαράντα – πέντε νέων καλλιτεχνών από την Σχολή καλών τεχνών Φλώρινας στην πρόβα της παράστασης 3/12/2015
Σχεδιαστικές και κειμενικές σημειώσεις από την επίσκεψη σαράντα – πέντε νέων καλλιτεχνών από την Σχολή καλών τεχνών Φλώρινας στην πρόβα της παράστασης 3/12/2015
ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΊΨΕΝ ΣΤΟ ΔΗΠΕΘΕ ΚΟΖΑΝΗΣ
Απόδοση-σκηνοθεσία: Γλυκερία Καλαϊτζή
Σκηνικά: Ευαγγελία Κιρκινέ
Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου
Ηχητικός σχεδιασμός: Οδυσσέας Γκάλλιος
Φωτισμοί: Ρίτσαρντ Άντονυ
Διανομή (με σειρά εμφάνισης):
Ρεγγίνε: Σοφία Αντωνίου
Έγκστραντ: Γιώργος Φράγκογλου
Πάστορας Μάντερς: Δημήτρης Ναζίρης
Κυρία Άλβινγκ: Ελένη Δημοπούλου
Όσβαλντ: Δημήτρης Φουρλής
Οι θεατές καλούνται να διανύσουν περιμετρικά την πλατεία του θεάτρου και να ανέβουν από τις δύο πλαϊνές σκάλες στην κεντρική σκηνή. Στο πίσω και μπροστά μέρος της σκηνής, δηλαδή μπροστά από την πίσω κουίντα και κατά μήκος της αυλαίας, τους περιμένουν λευκές ντυμένες καρέκλες τοποθετημένες πάνω σε ξύλινες εξέδρες. Ως αναπόσπαστο λοιπόν κομμάτι ενός έργου, που καταλαμβάνει όλο το μήκος της κεντρικής σκηνής και των καμαρινιών, ενσωματώνονται απόλυτα στην δραματική παράσταση του Ίψεν.
Το θέατρο είναι μια μαζική ψυχαγωγία των αστών για την εξάσκηση στην ανοχή και την συμβίωση. Τα αστικά δράματα εκτυλίσσονται μπροστά στους θεατές προσφέροντας αχαλίνωτη συνείδηση για αύξηση της αυτοπεποίθησης, της αντασφάλισης των συνενοχών και αποστασιοποίησης από τους χαρακτήρες. Το Θέατρο μεγιστοποίησε την θέση του στην ζωή των αστών με κύρια ευρήματα την πλατεία, όπου μαζικά παρακολουθούν την εξέλιξη του δράματος και με την υπερυψωμένη σκηνή να επιβάλει το θέαμα. Ας πούμε ότι οι θεατές διανύουν το άδειο κουφάρι της πλατείας του έκπτωτου πια θεάτρου του 19 αιώνα, του αστικού θεάτρου και διεισδύουν μέσα στην σκηνή, υποχρεωμένοι να συνυπάρχουν, να επι-θεωρήσουν από απόσταση αναπνοής τις εξελίξεις μέσα στο αστικό δράμα. Οι θεατές ενδίδουν σε μια εντροπική θεατρική συνθήκη που ενεργοποιεί τα ασταθή περιθώρια της καθημερινότητας των ηρώων και θεατών ώστε να αποτελέσουν έναν οργανισμό σε ομοιόσταση. Ο θεατής του 19ου αιώνα οδηγούνταν σε στατική και αρνητική σύλληψη, ο ρεαλισμός σε αποδεκάτιζε και σε καθήλωνε σε προτεσταντικές τύψεις. Η σφυρηλάτηση των θεατών για αυτό το έργο γίνεται μέσα από τις συγκρούσεις για την τιθάσευση της γενετήσιας ορμής πίσω από κοινωνικά προσχήματα, που όμως τελικά θα σπέρνει παντού ορφανά για να δημιουργηθεί το υστερόφημο ορφανοτροφείο Άλβινγκ που αποτελεί και την εντροπιότητα της αφήγησης του ίδιου του Ίψεν. Έχοντας βιώσει ο ίδιος αντιστοιχίες των δραμάτων του δεν προσφεύγει σε αυτόματη ρύθμιση της ζωής των ηρώων αλλά σε μια απορροφούμενη και αναλισκόμενη ιστορία αδιεξόδων από την συγκάλυψη των γενετήσιων ορμών και ενστίκτων των ανθρώπων, που δεν μπορούν να ξεσπάσουν το ζώο που έχουν μέσα τους.
Η σκηνοθεσία της Γλυκερίας Καλαϊτζή λειτουργεί διεγερτικά και λυτρωτικά για τον συμπάσχοντα πλέον θεατή, που αντικρίζει με τα ίδια του τα μάτια τους ηθοποιούς να εξελίσσουν τους χαρακτήρες. Η Σοφία Αντωνίου ως Ρεγγίνε ορθώνει το ρόλο με την σκελετική ευθυγράμμιση και την βαθιά επιθυμία να αποδεσμευθεί. Ο Γιώργος Φράγκογλου ως Έγκστραντ με ασταθή σκελετό καταφέρνει να πάει το βλέμμα του μέχρι την άκρη της κόχης των ματιών του ενεργοποιώντας το χώρο ληστρικά γύρω του. Ο Πάστορας Μάντερς, ερμηνευμένος από τον Δημήτρη Ναζίρη και η Κυρία Άλβινγκ, που την ενσαρκώνει η Ελένη Δημοπούλου, εξαλείφουν την θεατρικότητα οδηγώντας το ρεαλισμό στην αντιφατική πληρότητα που θα επιθυμούσε ο Ίψεν για να καθηλώσει τον θεατή, καθώς η ίδια διακωμωδεί γκροτέσκα παύσεις της παράστασης εντάσσοντας τους εσωτερικούς μονολόγους της σε ένα μελοδραματικό ύφος. Ο Δημήτρης Φουρλής ως Όσβαλντ πυγμαία παρών και με εντυπωσιακή κρίση που οδηγεί το σώμα του σε μια θαλασσαιμική ταλάντωση του σκελετικού του συνόλου πάνω στο λευκό ανάκλιντρο λειτουργεί διαταρακτικά και αποσβολωτικά για το σύνολο των ερμηνειών.
Μέσα σε ένα σκηνικό γεμάτο αισθήσεις, συμβολισμούς και ηχοχρώματα οι πρωταγωνιστές βιώνουν όλοι ταυτόχρονα, αλλά και ο καθένας τόσο μόνος, το προσωπικό τους δράμα, τους προσωπικούς τους βρικόλακες. Ένας γιος καλλιτέχνης, σημαδεμένος από το παρελθόν, μια νεαρή υπηρέτρια, που δεν ξέρει ποια ταυτότητα να διαλέξει, μια ώριμη γυναίκα, δέσμια των κοινωνικών προκαταλήψεων, που σέρνει στην ουρά του φορέματός της τη σκιά μιας παλιάς αμαρτίας, το στίγμα ενός απαγορευμένου πόθου για έναν κληρικό.
Σαράντα πέντε νέοι καλλιτέχνες από την Σχολή Καλών Τεχνών της Φλώρινας συνταχτήκαν στα επιβλητικά σκηνικά της Ευαγγελίας Κιρκινέ και κατέγραψαν την πρόβα του θεατρικού έργου με ποικίλες καλλιτεχνικές απόπειρες ανασύνθεσης του σκηνογραφημένου χώρου. Θαύμασαν τους ηθοποιούς ανθρώπους που για να δοθούν ολοκληρωτικά στην τέχνη τους κρατούν τις γωνιές τους ακονισμένες.
Για λογαριασμό των σαράντα πέντε Βαγγέλης Καλπακίδης, Γιάννης Λυγούρας, Γλύκα Διονυσοπούλου, Ευαγγελία Μανέτα, Καλυψώ Θεοδωρέσκου, Χάρης Κοντοσφύρης, Χριστίνα Καλομένίδου
μπορείτε να δείτε τα σχέδια εδώ
Βρυκόλακες – πρόβα – φωτογραφίες από την σχεδίαση που επιτελέστηκε στην πρόβα