Επίλογος για το τριήμερο στη Σχολή με την κ. Ευφροσύνη Δοξιάδη
(…) Είν’ εκ σμαράγδου μαγικού του οίκου του οι τοίχοι-
και ψιθυρίζουν εν αυτοίς φωναί «Φίλε ησύχει
σκέπτου και ψάλλε. Μυστικέ απόστολε, ευψύχει!»
Με τους στίχους αυτούς από το αποκηρυγμένο ποίημα του Καβάφη «Αοιδός» με αποχαιρέτησε –θα έλεγα όλους μας- η κ. Ευφροσύνη Δοξιάδη, έπειτα από το συγκλονιστικό –κυριολεκτικά- τριήμερο που μας χάρισε με την παρουσία της στη Σχολή μας.
Η λέξη, όπως θα διαπιστώσατε, που χαρακτηρίζει την Ευφροσύνη είναι το «νιώθω». Και νιώθω σημαίνει, και γνωρίζω (γνώθω) και αντιλαμβάνομαι και συναισθάνομαι και προαισθάνομαι.
Νομίζω πώς ήδη από την πρώτη μέρα, όσοι παρακολούθησαμε την διάλεξη της για τον «πλαστό Ρούμπενς», νιώσαμε ένα μοναδικά σπουδαίο μάθημα Ιστορίας της Τέχνης, όχι από προφέσορα ιστορικό, αλλά από συνάδελφο ζωγράφο προικισμένη με το «ένα μάτι στο εκατομμύριο», που μπορεί όχι μόνο να διακρίνει τι δεν είναι Ρούμπενς, αλλά και ποιος προσπάθησε να τον αντιγράψει. Πόσος «έρωντας» για την Τέχνη απαιτείται για να τα βάλει κανείς με την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, με τους ονομαστούς οίκους δημοπρασιών και τις κυνικές τιμές των αγοραπωλησιών τους, προκειμένου να υπερασπιστεί τις αξίες των ζωγράφων–τις αξίες μας…- να δεχτεί απειλές για τη ζωή της γι’ αυτό το λόγο, και να μην τις υπολογίσει; Κι όλα αυτά να ξεκινήσουν, όταν μια τυχαία μέρα επίσκεψης στο εν λόγω μουσείο με την πρώτη ματιά είδε πως το έργο «Σαμψών και Δαλιδά» δεν είναι του Ρούμπενς. Eίναι πολλά τα –μύρια των ανόμων δοσοληψιών που ξεβολεύονται, όμως δεν είναι για μας αυτό το σημαντικό. Ούτως ή άλλως οι συνομωσίες των μετριοτήτων για τον χαρισματικό αποτελούν ανέκδοτο, όσο δύσκολη κι αν του κάνουν τη ζωή. Το σημαντικό είναι το γεγονός ότι παρακολουθήσαμε την ανάδειξη των υψηλών ποιοτήτων στη ζωγραφική. Κι όλο αυτό το μεγάλο μάθημα κατάδυσης σε βάθος στις τεχνικές, στην ουσία της πράξης της ζωγραφικής, η κ. Δοξιάδη μας το πρόσφερε με χάρη ανάλαφρη σαν αεράκι, περιδιαβαίνοντας τους αιώνες, τους ζωγράφους, τους τόπους της ευρωπαϊκής ιστορίας τέχνης, σαν χαλαρό απογευματινό περίπατο ανάπαυλας με αγαπημένα και γνώριμα πρόσωπα. Μας μάγεψε…
Από τον 17ο αιώνα, την επόμενη μέρα, οδηγηθήκαμε στη πρώιμη παλαιολόγια αναγέννηση στα τέλη του 13ου αιώνα, στην Οχρίδα. Για μένα προσωπικά η εκ του σύνεγγυς συνάντηση με την Τέχνη των Μιχαήλ Αστραπά και Ευτυχίου αποτελούσε όνειρο δεκαετιών που ζούσα την εκπλήρωση του. Το ίδιο συνέβαινε και με την κ. Δοξιάδη. «Αγιοζωγραφίες» αποκαλούσε ο ξεναγός μας Ζλάτκο από τα Μπίτολα την τέχνη των «Αστραπάδων». Στο άκουσμα της λέξης κοιταχτήκαμε υπομειδιώντας με την Ευφροσύνη σαν να διαπιστώναμε την πτώση φωτεινού διάττοντος αστέρος. «Γράψτο μην το ξεχάσουμε» μου είπε αμέσως, βγάζοντας το σημειωματάριό της να το σημειώσει με επιμέλεια ταπεινού μαθητή –αυτά είναι τα μαθήματα… Και πόσο ευτυχής η συγκυρία να μας συνοδεύει τόσο ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του για τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο συνάδελφος κ. Αλέκος Λεβίδης, όσο και η σύζυγός του ανθρωπολόγος μουσικολόγος κ. Μαρίκα Ρόμπου. Τους ζήσατε από κοντά. Ο κ. Λεβίδης για μένα προσωπικά αποτελεί δάσκαλό μου, ανεπιγνώστως για τον ίδιο. Ένα σημαντικό μέρος των μαθημάτων μου ερείζονται στο έργο του. Προσωπικά δεν γνωρίζω άλλο συνάδελφο που να έχει εντρυφήσει σε παρόμοιο βιωματικό βάθος και πλάτος στην αρχαία ελληνική ζωγραφική όσο ο κ. Λεβίδης, και θα ήταν τιμή για το Τμήμα μας η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα, γεγονός που νομίζω δεν θα πρόσθετε κάτι στον ίδιο, άλλωστε κατά τον Γιάννη Τσαρούχη τα βραβεία δίνονται πάντα προς όφελος εκείνου που τα δίνει. Η δημόσια ετούτη πρότασή μου γνωρίζω πόσο θα βαρύνει σε έξοδα πρωτοκόλλου αναγόρευσης την περιφερειακή μας Σχολή με το μηδενικό προϋπολογισμό, και διερωτώμαι -αφελώς- πότε θα κατισχύσουν επιτέλους οι αξίες έναντι των τιμών…
Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε προς τη γνώση και τη σοφία της ζωγραφικής του «Βυζαντίου», τμήμα τεράστιο της συλλογικής εικαστικής μας αυτοσυνειδησίας, κι ακόμη εν πολλοίς terra incognita. Από ένστικτο καθαρά κινούμενος, νομίζω, πως αυτό που συντελείται τόσο στην Περίβλεπτο όσο και στο Πρωτάτο (αλλά και στη ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, Σοπότσανι, Γκρατσάνιστα, Μιλέσοβο κλπ) από τους Θεσσαλονικείς, όπως αποφαίνεται η έρευνα, ζωγράφους περί το 14ο αιώνα, είναι αυτό που μπορεί να γεννηθεί πάντοτε, όταν με αυτοπεποίθηση αξιοποιούμε την κληρονομιά μας, πιστεύοντας στον εαυτό μας και όχι στη σκιά του.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί αυτό το θαύμα που συντελείται στην Παλαιολόγια Τέχνη! Αναγέννηση αποκαλείται, έναν αιώνα πριν από την αντίστοιχη του κουατροτσέντο, και στην βυζαντινή ιστορία τέχνης η δεύτερη κατά σειρά αντίστοιχη! «Αγίω πνεύματι πάσα κτίσις καινουργείται παλινδρομούσα εις το πρώτον» ακούμε στους αναβαθμούς του όρθρου της Κυριακής. Γενικεύοντας την εκπληκτική αυτή φράση του συλλογικού μας ψυχισμού, θα μπορούσαμε νομίζω να προβούμε στην διασκευή της, προκειμένου να γίνει ίσως πιο κατανοητή: με το Πνεύμα, την έμπνευση, όλα ξαναγίνονται καινούργια γυρνώντας στην αρχική κατάσταση, όπως όταν γεννήθηκαν. Αυτό είναι αναγέννηση. Αν υπάρχει κάτι ουσιωδέστερο να προστεθεί μετά χαράς να το προσθέσω. Έχουμε ανάγκη παρόμοιου τύπου αναγέννησης στους απροσδιόριστους καιρούς που ζούμε; Προσωπικά νομίζω πως έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε, ακόμη και για την έκπληξη να μας απασχολήσει τι είναι αναγέννηση, πολλώ δε μάλλον να την ζήσουμε…
Κι όμως κατά την τρίτη μέρα η κ. Δοξιάδη με τη διάλεξή της για τα πορτρέτα του Φαγιούμ μας οδήγησε στον 1ο μ.Χ. αι., σε ένα διασωθέν σημείο αυτής της αφύπνισης του πνεύματος στην προσπάθεια απεικόνισης της ουσίας. Βιώσαμε, νιώσαμε μια παλινδρόμηση σε αυτή την αρχική μήτρα, όπου ψυχή και σώμα είναι αδιαχώριστα. Νιώσαμε το φτερούγισμα των φτερωτών ψυχοπομπών, του έρωτα και του θάνατου, που η επίγνωση και των δύο είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη να μας οδηγήσει στις τέσσερις αρετές γύρω με τις οποίες δομήθηκε ο πολιτισμός που θέλουμε να πιστεύουμε (όσοι) και δικό μας, στη δικαιοσύνη, στην γενναιότητα, στη σωφροσύνη και στη φρόνηση. Και φρόνηση εν πρώτοις σήμαινε κάποτε θεογνωσία. Ας τα αφήσουμε όμως αυτά για τους «εκλεκτούς», τους ταπεινά αποφασισμένους…Και «ταπεινά» εν προκειμένω νομίζω σημαίνει την αυτογνωσία του «πού πατώ και πού πηγαίνω». Και πατώ σε τούτη τη γη που μέσα της θε να μπώ. Τόσο συγκλονιστικά απλά «Γενοβέφα» μου. Ας ρυθμίσω το λοιπόν τα αποδέλοιπα του βίου και της πολιτείας μου με τούτο το κριτήριο όσο το μπορώ. Να γιατί κατ’ εμέ έχει τόση σημασία η συνάντηση που μας πρότεινε η Ευφροσύνη. Κι ίσως ετούτη τη συνάντηση να’ ναι η τελευταία φορά που προτείνει δημόσια. Η κ. Δοξιάδη δεν δίνει πια διαλέξεις. Έπειτα από αμέτρητες παρουσιάσεις του πολύμοχθου έργου της σε όλο τον κόσμο και στα καλύτερα ιδρύματα πολιτισμού, ήρθε για μια στερνή φορά αναλαμβάνοντας όλο το κόστος, να μιλήσει στους μαθητευόμενους καλλιτέχνες μιας νέας Σχολής Καλών Τεχνών στην ακριτική παραμεθόριο του τόπου μας. Σ’ αυτό το πείραμα που προσπαθούν να πιστέψουνε κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι ανάμεσά μας, σε μιαν άλλη Ελλάδα, που υπάρχει, και είναι δυνατό να υπάρξει. Αυτό τουλάχιστον βιώνω μέχρι στιγμής. Και το είδα –το βλέπω- στα βλέμματα σας και στο έργο σας. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Ένα δρόμο όμως με συνοδοιπόρους. Και νιώσαμε τον τρόπο που η κ. Δοξιάδη βαδίζει δίπλα μας αυτό το τριήμερο μαζί της.
Το 1997 ως φοιτητής στην Α.Σ.Κ.Τ., μόλις η κ. Δοξιάδη είχε ολοκληρώσει την πολυετή έρευνα και δημοσίευσή της για τα πορτρέτα του Φαγιούμ, παρακολούθησα μια από τις πρώτες διαλέξεις της για το θέμα. Για να σας είμαι ειλικρινής, δεν είχα προσέξει λέξη της. Βρισκόμουν σε μια διάσταση έκστασης που μου μετέδιδε με την κίνησή της κι αυτό που εξέπεμπε εντός του αμφιθεάτρου «ντε Κίρικο» της Σχολής. Δεκαεπτά χρόνια μετά ως καθηγητής μιας ομόλογης Σχολής, έχοντας εν τω μεταξύ διαβάσει και τις λέξεις της, είχα μιαν έγνοια και μόνο: τούτος ο εκστατικός έρωτας που οδηγεί στη γνώση και στην επίγνωση, να λειτουργήσει και πάλι, σαν μια οπή στη γη που τον αναβλύζει αενάως, για ανθρώπους νέους εκ του ιδίου φυράματος. Και νομίζω –λίγα λέω, έτσι δεν είναι;!- το θάμα το ζήσαμε. Και πάλι.
Μυστικέ απόστολε Ευφροσύνη: Ευψύχει! (ελάχιστος Δημοσθένης)